- ευμνημόνευτος
- -η, -ο (Α εὐμνημόνευτος, -ον)αυτός που μνημονεύεται εύκολα, που μπορεί να τόν θυμάται κάποιος εύκολα, ευκολομνημόνευτος («τοῡτο μὲν διὰ τὴν ἀήθειαν τῶν λεχθέντων εὐμνημόνευτον», Πλάτ.)αρχ.πρόχειρος, προσιτός («εὐμνημόνευτα φάρμακα», Ιπποκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μνημονευτός (< μνημονεύω)].
Dictionary of Greek. 2013.